ΚΑΙ ΤΑ 150 ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΑ

To παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το τεύχος Νο 150 του PCMaster

Όπως και να το κάνουμε, τα 150 είναι σταθμός στη ζωή ενός άνδρα, πόσο μάλλον ενός περιοδικού. Δράττομαι, λοιπόν, της ευκαιρίας για ένα “ελεύθερο”, χωρίς κανόνες κείμενο, για μία προσπάθεια να αραδιάσω σε λίγες γραμμές δέκα ολόκληρα χρόνια συναισθημάτων και εμπειριών. Δεν ξέρω ούτε από πού θα αρχίσω ούτε πού θα βάλω την “τελεία”. Γι’ αυτό, λοιπόν, “Ανδρα μοι ένεπεν, μούσα πολύτροπον”…

του Γιάννη Πατρίκου

Νά μαστέ, λοιπόν, και στα 150 μας… Τεύχη εννοείται, όχι χρόνια. Δεν θα προλόγιζα το μικρό αυτό αφιέρωμα του “PC Master” σε αντίθετη περίπτωση. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, μπορεί να θεωρήσετε ότι “κλέβουμε τρόπον τινά (χρησιμοποιώντας ένα time cheat), καθώς αυτός ο αριθμός τευχών δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στα έτη ζωής του μηνιαίου περιοδικού μας. Κι αυτό διότι, όπως ίσως θα θυμάστε οι παλαιότεροι, το 2000 το “PC Master” είχε γίνει δεκαπενθήμερο, είχε βγάλει δηλαδή 22 τεύχη μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Σε αντιστάθμισμα, όμως, όπως ίσως θα θυμούνται οι πολύύύ παλαιότεροι (αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι), τα πρώτα δύο -τρία χρόνια της ζωής του, βρέφος ον, το “PC Master” είχε “χάσει” κάνα δυο τεύχη, είχε βγάλει δηλαδή λιγότερα από 11 μέσα σε έναν χρόνο. Τι να κάνουμε, ήμαστε μικροί και άμαθοι τότε… (Μη βγάλετε βρώμα και μας πάρει χαμπάρι ο εκδότης, γιατί θα καταργήσω τα game reviews!)
Όπως και να κάνετε τους υπολογισμούς και όποια και αν είναι η ετυμηγορία σας, πάντως, το 150 είναι ένα καλό νουμεράκι. Μεταφρασμένο σε έτη ζωής μάς κάνει δώδεκα χρόνια και κάτι ψιλά. Καθόλου άσχημα. Αν μού ‘λεγε κάποιος το 1991-92, όταν πρωτοανέλαβα τα τυπογραφικά του “PC Master” ‘επ’ ώμου”, ότι θα έφτανε η στιγμή να προλογίσω το εκατοστό πεντηκοστό τεύχος του, θα τού ‘λεγα να πάει να κουρεύεται. (Α, ναι, τις εποχές εκείνες είχαμε και μαλλιά…)
Όπως θα καταλάβατε από τα συμφραζόμενα, πριν από λίγους μήνες είχαμε και άλλα γενέθλια στο “PC Master”. Λίγους μήνες και δέκα χρόνια πριν, ένας φέρελπις πλην όμως ανόητος νεανίσκος πολέμησε με σθένος για την Αγία Καρέκλα της αρχισυνταξίας του “PC Master”. Δυστυχώς έχασε, και έτσι για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε προσκολλημένος σ’ αυτήν. Παρέμεινε, μέχρι τη στιγμή που ένας έτερος, το ίδιο ανόητος, αλλά ελαφρώς ευτραφέστερος (ή χαμηλοστήθης, όπως το πάρει κανείς) νεανίας έπεσε στη λούμπα και δέχτηκε να τον αντικαταστήσει. Έτσι, ο μέχρι πρότινος ανόητος νεανίσκος (νυν ανόητος πουρογερίσκος), κατάφερε να αναρριχηθεί σε υψηλότερα αξιώματα, πατώντας -πάντα- επί πτωμάτων, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Δέκα χρόνια στο “PC Master” έχω ψήσει… το ψάρι στα χείλη πολλών δύσμοιρων συντακτίσκων, αλλά, τολμώ να πω, το ίδιο έχουν κάνει κι αυτοί σε μένα. Από τον Ηλία τον Μανεσιώτη, κολλημένο “Atar-ά” και μονίμως “αλλού”, με τον οποίο παραλίγο να έρθουμε στα χέρια (να πλακωθούμε κοινώς) όχι για τα μάτια μιας γυναίκας, που θα ήταν και το λογικό, αλλά για τα bytes ενός άρθρου, μέχρι τον Αργύρη τον Γιαγιά, εξαιρετικό, παθιασμένο, αλλά μονίμως καθυστερημένο reviewer, για χάρη του οποίου γυρνούσα σαν την άδικη κατάρα στα hi-tech στενά της Στουρνάρη, όχι για να αναζητήσω την πραγματική αγάπη μου, αλλά για να βρω τα games των οποίων τα reviews έπρεπε να μου είχε ήδη παραδώσει πολλές μέρες πριν. Ποίηση.

Να σημειώσω εδώ ότι, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, το χρονοδιάγραμμα ενός περιοδικού είχε τεράστια σημασία (όχι ότι τώρα δεν έχει, απλώς τώρα οι ανοχές είναι μεγαλύτερες). Οι διαδικασίες που μεσολαβούσαν από την παράδοση ενός άρθρου μέχρι την τελική εκτύπωση του σε φιλμ ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες. Τώρα πια, όταν το περιοδικό είναι “στα κόκκινα”, μπορεί ο συντάκτης να σου φέρει το άρθρο και το φωτογραφικό υλικό σήμερα το πρωί και το άρθρο να είναι πανέτοιμο σήμερα το μεσημέρι. Η τεχνολογία μάς έχει λύσει τα χέρια και στον τομέα αυτό. Επιπλέον, τώρα πια κανένας συντάκτης δεν διανοείται να φέρει το κείμενο του γραμμένο στο χέρι σε κόλλες αναφοράς, διότι ξέρει ποια θα είναι η μοίρα του (του συντάκτη, όχι του κειμένου).
Ίσως να πιστεύετε ότι οι συντάκτες αποδέχθηκαν με χαρά την προοπτική να πληκτρολογούν τα κείμενα τους σε υπολογιστή, αντί να τα φέρνουν γραμμένα σε κόλλες αναφοράς, διότι θα μπορούσαν να τα διορθώνουν με ευκολία. Πιστεύετε λάθος. Είδαμε και πάθαμε (πληθυντικός ευγενείας) να τους πείσουμε ότι είναι καλύτερο και γι αυτούς και -ιδιαίτερα- για μας (το “μας” εμπεριέχει τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής του περιοδικού), θα σας αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του Αντρέα του Τσουρινάκη (δεν θα με παρεξηγήσεις, φίλε), ο οποίος μια ζωή χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή του για παιχνίδια και μια ζωή έγραφε τα κείμενα του στο χέρι. Ήταν μια πρόκληση να “ψήσεις” τον Αντρέα να πληκτρολογήσει ρέον κείμενο (όχι δηλαδή αποσπασματικές, adventure-ίστικες εντολές, όπως examine swap, rub berries to body, say the word :). Πρέπει να ομολογήσω, πάντως, ότι ο Αντρέας προσπάθησε φιλότιμα και σκληρά – και φυσικά τα κατάφερε, τελικά, θυμάμαι ότι, στην αρχή, μου έφερνε τα κείμενα του χωρίς τόνους, τους οποίους έβαζα ενώ, λέξη προς λέξη. Τώρα πια έχει τελειοποιηθεί, βέβαια, απ’ όλες τις απόψεις (τι στο καλό, τόσα χρόνια γράφει το παιδί), οπότε τα περισσότερα από τα κείμενα του περνάνε “αέρα”.

Υπήρχε, όμως, και ένας άλλος λόγος που, ιδιαίτερα οι game reviewers, ξίνιζαν στην ιδέα της πληκτρολόγησης των κειμένων τους σε υπολογιστή: Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για εποχές DOS, όπου μόνον ένα πρόγραμμα μπορούσε να τρέξει στον υπολογιστή κάθε στιγμή. Ακόμα και σήμερα, μια προσφιλής τακτική για τη συγγραφή ενός review είναι να παίζεις το παιχνίδι και ταυτόχρονα να γράφεις το σχετικό κείμενο. Ετσι, αισθάνεσαι σίγουρος ότι δεν ξεχνάς κάτι ση­μαντικό. Όταν η συγγραφή γινόταν στο χαρτί, δεν υπήρχε πρόβλημα: Έπαιζες το παιχνίδι στον υπολογιστή, έγραφες το κείμενο στις κόλλες αναφοράς. Οι δύο αυτές δουλειές μπο­ρούσαν να γίνουν ταυτόχρονα. Όμως, για να πληκτρολογή­σεις το κείμενο στον υπολογιστή, ακολουθώντας την ίδια τακτική, έπρεπε να παίξεις ένα κομμάτι του παιχνιδιού, να βγεις από το παιχνίδι, να γράψεις το σχετικό κείμενο στον επεξεργαστή κειμένου, να ξαναμπείς στο παιχνίδι, να ξανά φτάσεις στο σημείο που ήσουν και να συνεχίσεις, να ξανά ­βγεις από το παιχνίδι κ.ο.κ. Double Panic! Όχι ότι τους αδικώ, δηλαδή, κιόλας… (0 Αντρέας για να λύσει το πρόβλημα αυτό αγόρασε έναν δεύτερο υπολογιστή: Έπαιζε στον έναν, πληκτρολογούσε στον άλλο.)
Όταν γράφονται “αναμνηστικά” κείμενα όπως αυτό, οι επι­φορτισμένοι με την εργασία αυτή συντάκτες φροντίζουν πρώτα να ξεφυλλίζουν -τουλάχιστον- όλα τα προηγούμενα τεύχη, έτσι ώστε να δώσουν μια σαφή πορεία της εξέλιξης του περιοδικού στους αναγνώστες, φοβούμενοι μην τυχόν ξεχάσουν κάτι σημαντικό και “βρεθούν εκτεθειμένοι”. Αυτό εί­ναι και το σωστό. Δεν μπορεί να “είσαι” το “PC Master” και να γράφεις, π.χ., ότι ο Αντώνης ο Λεκόπουλος έφυγε για φαντάρος το 2004! θα σε πάρουν με τις (λεμονό-) κούπες. Εγώ, πά­λι, λέω να το ρισκάρω… Δε βαριέσαι, πέντε πάνω – πέντε κά­τω (λεμονόκουπες) δεν θα κάνουν διαφορά…

Ποιες, λοιπόν, είναι οι φάσεις του “PC Master” που έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό μου; (Την περίοδο που το “PC Master” έγινε δεκαπενθήμερο θα την προσπεράσω, διότι η ανάμνηση της μου φέρνει σουβλιές στο στομάχι…) Αναμφισβήτητα, η πρώτη ήταν η φάση της ασπρομαυρίλας και του μπακαλόχαρτου. Επαιρνα το “PC Master” ζεστό-ζεστό από το τυπογραφείο (μύριζε μελάνι) και μου ερχόταν μια περίεργη επιθυμία να τυλίγω ενάμισι κιλό μαρίδα Φαλήρου. Λίγες οι σελίδες, οι περισσότερες ασπρόμαυρες, οι λιγότερες δίχρωμες (μπλε, πορτοκαλί, ό,τι μας “καθόταν” καλύτερα στο μάτι). Οι έγχρωμες (τετράχρωμες) ήταν είδος υπό εξαφάνιση. Ομως, δεν ήταν η συσκευασία που μέτραγε, αλλά το περιεχόμενο. Το μπακαλόχαρτο αυτό είχε μέσα τον κώδικα μηχανής του Βασιλάκη, το review του Τσουρινάκη, τα κείμενα του Λεκόπουλου, του Κυπαρίσση και του Ρηγόπουλου, δεν μπορούσες να τα μαγαρίσεις με ψαρόλαδο που να πάρει! (Άσε που “χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει” που λέει και ο ποιητής.)

Τη θυμάμαι καλά αυτή την περίοδο – έτσι νομίζω τουλάχιστον. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν η εποχή που “βραχυ­κύκλωνες” (ή, καλύτερα, παρέκαμπτες) τους ακροδέκτες ρεύματος της κάρτας γραφικών CGA (με hand-made καλωδιάκι) ώστε να μπορέσεις να έχεις δύο κάρτες γραφικών στον υπολογιστή σου: CFA (για παιχνίδια) και Hercules (για όλα τα υπόλοιπα). Η VGA ήταν ακόμα εξαιρετικά ακριβή. Ηταν η εποχή που έβγαζες, χρησιμοποιώντας ένα πιρούνι για μοχλό, τα 64-άρια τσιπάκια μνήμης από τη motherboard για να τα αντικαταστήσεις με 256-άρια, φτάνοντας το ανώτατο όριο των 640ΚΒ! Χμμ, όχι. Νομίζω ότι αυτό το τελευταίο είναι ένα “κλικ” πιο πριν… Δεν πειράζει, η φιλοσοφία ήταν η ίδια.

Μετά την περίοδο αυτή έχω ένα κενό μνήμης. (Φαίνεται όχι δεν έκανα αναβάθμιση όταν έπρεπε…) Να φανταστείτε ότι η επόμενη φάση που θυμάμαι, είναι ο χωρισμός του περιοδικού σε δύο: το “PC Master” και το “PC Games”, αλλά σε μία συσκευασία. Σαν το Vidal Sassoon, Δεν θυμάμαι τι εξώφυλλο είχε το πρώτο “PC Master” εκείνης της περιόδου, αλλά στο “PC Games”, αν δεν απατώμαι, είχαμε το 7th Guest {λεμονόκουπα;). Ήταν η εποχή που τα παιχνίδια σε PC ξέφυγαν από τα όρια του ανέκδοτου και άρχισαν να δείχνουν τα δόντια τους στις παραδοσιακές “παιχνιδομηχανές” (ελάτε τώρα, μη μου θίγεστε οι Amig-άδες!} Μου άρεσε αυτή η φιλοσοφία έκδοσης – ακόμα μ’ αρέσει δηλαδή, αλλά μην το κάνετε και θέμα. Έπαιρνες το “PC Master”/”PC Games “, άφηνες το κυρίως “PC Master” κοντά στον υπολογιστή σου για σοβαρή μελέτη και διάβαζες το “PC Games” για ψυχαγωγία στο τρόλεϊ, το σαλόνι, στη βεράντα, την τουαλέτα, οπουδήποτε τέλος πάντων.
Μετά, ήρθε η κατραπακιά του CD-ROM. Αχ, αυτή την περίοδο την έζησα στο πετσί μου. θα έπρεπε να προσφέρουμε στους αναγνώστες ενδιαφέρον υλικό υπερτετρακοσαπλάσιας (400χ) χωρητικότητας. Δεν σας λέω τίποτ’ άλλο. Φανταστείτε μια ομάδα ανθρώπων, η οποία μέχρι τώρα είχε την ευθύνη συλλογής υλικού για δισκέτα 1,44ΜΒ, από την οποία ζητείται να συλλέγει πλέον υλικό για 640ΜΒ! Μόλις που προλάβαμε τον τότε υπεύθυνο της δισκέτας προτού πέσει από το παράθυρο… (Αστειεύομαι. Τον προλάβαμε αρκετά πιο πριν…) Πάντως, η αλήθεια είναι ότι το CD-ROM σου έδινε την ευκαιρία να προσφέρεις στους αναγνώστες του περιοδικού πράγματα που ούτε στο όνειρό σου δεν μπορούσες να δώσεις σε μια δισκέτα, όπως τα demos παιχνιδιών. Στη δουλειά αυτή βοήθησε πολύ και η διαθεσιμότητα του Internet που εκείνη την εποχή ήταν στα γεννοφάσκια του.
To Internet, αχ, το Internet (και όχι INDERNET όπως είδα σ’ ένα graffiti στην Ακτή Κονδύλη)… Τι εκπληκτική, τι φοβερή εφεύρεση! Μας έλυσε τα χέρια. Δεν μπορείτε να φανταστείτε με πόσο κόπο γινόταν η συλλογή πληροφοριών για κάποιο άρθρο ή ακόμα και αυτών των ειδήσεων από την παγκόσμια αγορά: Ξένα περιοδικά, newletters από διάφορα ειδησεογραφικά πρακτορεία, βιβλία, δελτία Τύπου, ακόμα και ειδησεογραφικά BBS του εξωτερικού (στα οποία συνδεόμαστε με modems 300bps)… Και όλα αυτά για να φτάσουν οι σχετικές πληροφορίες και οι ειδήσεις σ’ εσάς με αρκετές εβδομάδες καθυστέρηση στην καλύτερη των περιπτώσεων. Χάρη στο Internet όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Οι ειδήσεις, φρέσκες και ζεστές, σου έρχονται “στο πιάτο”, ενώ η αναζήτηση εξειδικευμένων πληροφοριών για τη συγγραφή κάποιου άρθρου είναι πια παιχνίδι. Εντάξει, δεν υπάρχει και όλη η σοφία του κόσμου μέσα στο Διαδίκτυο, όμως μπορείς να βρεις άκρες για περαιτέρω ενημέρωση από πιο συμβατικές πηγές, όπως τα βιβλία.

Εκτός αυτού, στο Internet βρίσκεις mailing lists και fora που ασχολούνται με οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς. Έτσι, αν έχεις κάποια απορία, π.χ. για το overclocking, βρίσκεις ένα σχετικό forum, υποβάλλεις την απορία σου και σε λίγες μέρες το πιθανότερο είναι ότι θα έχεις μια απάντηση για το θέμα που σε απασχολεί, όσο εξειδικευμένο ή περίεργο κι αν είναι αυτό. Παράδεισος! Και, όπως κάθε Παράδεισος, το In­ternet έχει και αυτό τους δικούς του όφεις και τους δικούς του “απαγορευμένους καρπούς”, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…
Κοιτώντας (νοερά) τα “PC Master’ “τότε” και τα “PC Mas­ter” “τώρα”, μπορεί κανείς να δει σαφέστατα την “αλλαγή πλεύσης” του περιοδικού από τον σκληροπυρηνικό χομπίστα Power user προς τον PC user και τον gamer. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν ούτε αυθαίρετη ούτε τυχαία. To “PC Master” άλλαξε, γιατί άλλαξαν οι απαιτήσεις των αναγνωστών του. Και οι απαιτήσεις αυτές άλλαξαν, καθώς η παγκόσμια κοινότητα του home computing περνούσε από τη φάση του ερασιτεχνισμού και του χόμπι στην εποχή της ωρίμανσης και της ευρείας αποδοχής. Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν η αλυσίδα αυτή των αλλαγών ήταν “καλή” ή “κακή”, γιατί δεν πιστεύω ότι είναι εφικτή μια τέτοια κριτική. Κάθε εποχή έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της. Το “καλό” και το “κακό” μπορεί να προσδιοριστεί μόνον υποκειμενικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τα γούστα του καθενός.
Προσωπικά βρίσκω ενδιαφέρουσες όλες τις εποχές που έζησα ως PC user, για διαφορετικούς λόγους την καθεμία. Ναι, η μαύρη αλήθεια είναι ότι αναπολώ πότε πότε την εποχή του DOS, στη διάρκεια της οποίας άλλωστε γαλουχήθηκα, αλλά αν με ρωτούσατε αν θα ήθελα να επιστρέφω σ’ αυτήν, θα σας απαντούσα κατηγορηματικά “όχι”. Καλά ήταν όσο κράτησε, αλλά ο κόσμος προχωρεί μπροστά, αποκομίζοντας εμπειρία και γνώση από το παρελθόν, χωρίς, όμως, να μένει προσκολλημένος ο’ αυτό. Και παρ’ όλο που πολλές φορές αισθάνομαι την ανάγκη να αντιδράσω στο δήθεν “φιλικό” περιβάλλον των Windows, το οποίο κυριολεκτικά σου “επιβάλλεται” να το χρησιμοποιήσεις, οι εναλλακτικοί δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μου είναι μάλλον κακοτράχαλα μονοπάτια – με φωτεινή εξαίρεση την περίπτωση του Linux. Στο μέλλον δεν πρόκειται να προχωρήσουμε ούτε με το DOS, ούτε με το… CP/Μ, ούτε με την Adlib, ούτε με τη CGA. Το μέλλον είναι παραθυρικό, αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν τα παράθυρα θα είναι Made by MS…