Η εταιρεία Westwood Studios δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1985 σε ένα γκαράζ στο Las Vegas, από 2 φίλους, τον Louis Castle και τον Brett Sperry. Το αρχικό όνομα της ήταν Westwood Associates
Η Αρχή!
Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η Westwood Associates, τα αφιέρωσε κυρίως στη μεταφορά διαφόρων παιχνιδιών από μια πλατφόρμα σε άλλη, ως επί το πλείστον από 8 bit μηχανήματα σε 16 bit, όπως για παράδειγμα από C64 σε Atari ST. Το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο δικό της τίτλο με το όνομα Mars Saga για Commodore 64/128, Apple 2 και MS-DOS. Το παιχνίδι όμως είχε σφάλματα που οφείλονταν στην βιασύνη των ανθρώπων της εταιρίας να το “ρίξουν” στην αγορά όσο πιο σύντομα μπορούσαν. Για να διορθώσουν την κατάσταση το επανακυκλοφορήσαν το 1989 (αφού φυσικά έγιναν οι απαραίτητες διορθώσεις) με το όνομα Mines of Titan. Την ίδια χρονιά (1988) έβγαλαν και το BattleTech: The Crescent Hawk’s Inception ένα turn-based adventure/role-playing.
Ένας θρύλος γεννιέται!
Το 1990 η Westwood κυκλοφορεί το πρώτο της παιχνίδι που έμελλε να γίνει μεγάλη επιτυχία. Το γνωστό σε όλους μας RPG, Eye of the Beholder, βασισμένο στο επιτραπέζιο παιχνίδι Dungeons & Dragons άλλα και ένα ακόμη, το BattleTech: The Crescent Hawk’s Revenge, το πρώτο του είδους του. Το είδος? Real Time Strategy. Άλλα παιχνίδια εκείνης της περιόδου είναι τα Circuit’s Edge και DragonStrike. Το 1992 η εταιρεία αλλάζει όνομα στο γνωστό μας Westwood Studios και εξαγοράζεται από την Virgin Interactive. Την ίδια χρονιά θέτει νέα στάνταρτ στα RTS παιχνίδια με το Dune 2 The Building of a Dynasty και βγάζει στην αγορά το πρώτο από τα 3 παιχνίδια της θρυλικής σειράς The Legend of Kyrandia. Άλλος ένας τίτλος είναι το Dungeons & Dragons: Warriors of the Eternal Sun. Την περίοδο μεταξύ 1992-1995 η Westwood κυκλοφορεί μερικά πολύ καλά παιχνίδια όπως το Lands of Lore: Throne of Chaos, την Monopoly και τα The Lion King και Young Merlin.
Η καθιέρωση…
Στις 31 Αυγούστου 1995 κάνει το ντεμπούτο του στην αγορά το Command & Conquer ή απλά C&C, η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία της εταιρίας. Η επιστροφή της Westwood στα real-time strategy αποδείχτηκε σοφή απόφαση. Με μπόλικες FMV cutscenes και αποστολές με γρήγορη δράση, η Westwood κατάφερε να κάνει τα real time strategy παιχνίδια γνωστά και προσιτά στο ευρύ κοινό. Το C&C αποτέλεσε ένα από τα παιχνίδια με τις περισσότερες πωλήσεις, εκείνη την εποχή, ρεκόρ που το κράτησε μέχρι την κυκλοφορία ενός άλλου τίτλου πάλι δικού της, του Red Alert. Συνολικά η σειρά C&C ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα, νούμερο εντυπωσιακό αν συνυπολογιστεί το γεγονός πως στην ουσία μιλάμε για μια σειρά παιχνιδιών που “τρέχανε” αποκλειστικά στα PCs. Στα επόμενα χρόνια η εταιρεία κυκλοφόρησε αρκετά παιχνίδια όπως το Blade Runner (1997), το Dune 2000 (1998) αλλά και συνέχειες από παλαιότερα όπως το Lands of Lore: Guardians of Destiny (1997) αλλά και τα Command & Conquer: Red Alert.
Χωρισμός και επαναπροσδιορισμός…
Το 1998 η Electronic Arts απόκτησε τα περιουσιακά στοιχεία της Virgin Interactive στις ΗΠΑ και μαζί με αυτά και την Westwood. Την στιγμή εκείνη η Westwood κατείχε το 5-6% της αγοράς των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ως αντίδραση σ’ αυτήν την εξαγορά πολλοί υπάλληλοι της παραιτήθηκαν και έφυγαν αφήνοντας ημιτελή κάποια παιχνίδια όπως το Command & Conquer: Tiberian Sun. Επίσης και η EA ακύρωσε πολλά παιχνίδια που βρισκόταν υπό ανάπτυξη.
Τελικά το 1999, μετά από πολλά προβλήματα, κυκλοφορεί το Tiberian Sun. Μέσα σε ένα μήνα πουλάει 1.5 εκατομμύρια αντίγραφα. Λίγους μήνες αργότερα η εταιρεία χωρίζεται στα 2, στην Westwood Las Vegas και στην Westwood Pacific, που ουσιαστικά είναι το στούντιο ανάπτυξης της παλιάς Virgin Interactive στην Καλιφόρνια .
Τον Ιανουάριο του 2000 κυκλοφορεί ένα RPG παιχνίδι με τον τίτλο Nox και τον Οκτώβριο το Red Alert 2, δημιουργία της Westwood Pacific. Την επόμενη χρονιά και πάλι η Pacific βγάζει ένα expansion pack για το Red Alert 2, το Yuri’s Revenge, ενώ η Westwood Las Vegas το Emperor: Battle for Dune.
Το 2002 η εταιρεία κυκλοφορεί τον τελευταίο της ουσιαστικά τίτλο με το όνομα Command & Conquer: Renegade ένα παιχνίδι first&third person shooter. Το παιχνίδι αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των καταναλωτών αλλά και των εμπορικών στόχων της EA.
Το άδικο τέλος…
To 2003 η Westwood Studios διαλύεται από την EA και το προσωπικό της αφομοιώνεται στα γραφεία της στο Λος Άντζελες. Tην στιγμή της διάλυσής της απασχολούσε μόνο το εν τρίτο του αρχικού της προσωπικού. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους κάποια πρώην στελέχη της, μεταξύ αυτών οι Joe Bostic, Mike Legg και Steve Tall, δημιούργησαν την Petroglyph Games, μια κίνηση που πολλοί την εξέλαβαν ως την αναδημιουργία της Westwood Studios. Ο τελευταίος υπάλληλος της Westwood παραιτήθηκε από την EA μετά την κυκλοφορία του Command & Conquer: Generals τον Φεβρουάριο του 2003.
Το Μάρτιο του 2010 το Command & Conquer μπήκε στο βιβλίο Guinness για το ρεκόρ του πιο παραγωγικού παιχνιδιού στρατηγικής πραγματικού χρόνου. Από το ντεμπούτο του το 1995 υπήρξαν 37 διαφορετικές εκδόσεις. Συνολικά η σειρά πούλησε πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα.
Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το άρθρο μου! Αν σας άρεσε κοινοποιήστε το ή γράψτε τα σχόλια σας!
Leave A Comment